- νοστήσειεν
- νοστέωgoaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέλπηθρα — μέλπηθρα, τὰ (Α) 1. (για άταφο πτώμα) λεία τών κτηνών («μὴ κεῑνος ἀνὴρ ἔτι νοστήσειεν ἐκ Τροίης, ἀλλ αὖθι κυνῶν μέλπηθρα γένοιτο», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέλπηθρα σπαράγματα, παίγνια, ἑλκύσματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ» +… … Dictionary of Greek